- τιθασευτικος
- τιθασευτικόςτῐθᾰσευτικός3легко приручающийся
(ἐλέφας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐλέφας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τιθασευτικός — ή, όν, Α [τιθασεύω] ο κατάλληλος, ο ικανός να εξημερώνει ή αυτός που εύκολα τιθασεύεται … Dictionary of Greek